- μελισσοτροφικός
- η , ό[ν] см. μελισσοκομικός 5
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μελισσοτροφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μελισσοτροφία («μελισσοτροφικές μέθοδοι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μελισσοτρόφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek